- σολομός
- Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Κατά μέσο όρο, ο σ. αυτός έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο του 1 μ. και ζυγίζει 15 περίπου κιλά· το δέρμα, που κατά τη θαλάσσια ζωή είναι στο επάνω τμήμα γκριζογάλαζο, όταν πλησιάζει η εποχή της αναπαραγωγής διακοσμείται, στα αρσενικά, με πορτοκαλιές βούλες διατεταγμένες στον κορμό και στις γνάθους. Ύστερα από ένα τουλάχιστον χρόνο παραμονής στη θάλασσα ο σ., ικανός πια για αναπαραγωγή, ανέρχεται το ρου των ποταμών ξεπερνώντας μικρούς και μεγάλους καταρράκτες για να φτάσει σε ψυχρά και πλούσια σε οξυγόνο νερά· μεταξύ Νοέμβριου και Ιανουαρίου κάθε θηλυκό γεννά σε χαλικώδεις βυθούς χιλιάδες αβγά, που γονιμοποιούνται αμέσως από το αρσενικό· ύστερα από 2-3 μήνες γεννιούνται μικρά διαφανή ψαράκια, μήκους 2 περίπου εκ., που φέρουν κάτω απ’την κοιλιά ένα ογκώδη σάκκο, ο οποίος περιέχει θρεπτικές ουσίες για την πρώτη περίοδο της ζωής τους· αφού φτάσουν στην ηλικία των 2 ετών και το μήκος των 12-15 εκ., οι μικροί αυτοί σ. κατέρχονται στη θάλασσα όπου συμπληρώνεται η ανάπτυξη τους. Η τροφή του σ. αποτελείται κατά την παραμονή στα γλυκά νερά από πλαγκτόν και από μικρά καρκινοειδή, ενώ στη θάλασσα κυρίως από ψάρια.
Στην ίδια οικογένεια ανήκουν άλλοι σ., οι οποίοι έχουν ανάλογες συνήθειες, αλλά είναι διαδομένοι στο βόρειο Ειρηνικό και ανέρχονται τους ποταμούς των ασιατικών και αμερικανικών ακτών: μεταξύ αυτών αναφέρουμε το σ. το βασιλικό ή τσινούκ (oncorynchus ischa-wytscha), το σ. το υδροφόρο (oncorynchus gor-buscha) και το σ. τον αργυρόχρωμο (oncoryn-chus kisutch). Τα διάφορα είδη σ. έχουν πολύ εύγευστο κρέας, γι’ αυτό και διαθέτονται στο εμπόριο είτε νωποί είτε κατεψυγμένοι είτε καπνιστοί είτε σε κονσέρβες. Εξαιτίας της σημασίας τους για την ανθρώπινη διατροφή, οι σ. εκτρέφονται από πολύ καιρό σε πολλές περιοχές, με ειδικές εγκαταστάσεις και περιβάλλον προσαρμοσμένο στις συνήθειες των ψαριών αυτών.
Σολομός που αναπλέει στον ποταμό.
* * *ο, Νζωολ. κοινή ονομασία κυρίως τού μεγάλης εμπορικής αξίας είδους τελεόστεων ανάδρομων ποταμοτόκων και θαλασσότροφων ιχθύων Salmo salar, τής οικογένειας σολομίδες ή σολομονίδες, που μεταναστεύουν αναπλέοντας τους ποταμούς για να αναπαραχθούν, καθώς και τών ειδών τού συγγενικού γένους ογκόρρυγχος, τής ίδιας οικογένειας, που απαντούν στον Ειρηνικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salmo, λ. γαλατικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.